Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η γριά και ο γιατρός

Τους οφθαλμούς επόνεσε μία γυνή πρεσβύτις·
δεν είχε διόλου συγγενείς, εζούσε μοναχή της.
Συμφώνησε με τον γιατρό το φως της να της δώσει
κι άμα την κάμει όπως πριν, τότε να τον πληρώσει.
Ο ιατρός τής έβαζε τις αλοιφές στα μάτια
κι όσο εκείνη τά ᾿κλεινε, έκλεβε την πραμάτεια.
Κι ως η γριά απέκτησε οξείαν πλέον όραση
τίποτε δεν της άφησε, ούτε καν τηλεόραση.
Αρνείτο τότε η γριά το χρέος να πληρώσει
κι εκείνος εις τη φυλακή θέλησε να τη χώσει.
Έσυρε τότε τη γριά ίσια στο δικαστήριο
γιατί δεν του επλήρωσε ούτε καν το κολλύριο.
«Τι να πληρώσω, κύριοι», τους δικαστές ερώτα,
«που μ᾿ έκανε χειρότερη απ᾿ ό,τι ήμουν πρώτα;
΄Εβλεπα πρώτα ευκρινώς τα πράματά μου όλα·
τώρα δεν βλέπω τίποτε μέσα στην ερμαρόλα».

Γρας κα ατρς

Γυν πρεσβτις τος φθαλμος νοσοσα ατρν
π μισθ παρεκάλεσεν· δὲ εσιών, πότε ατν χριε,
διετέλει κείνης συμμυούσης καθ᾿ ν καστον τν σκευν
φαιρούμενος. πε δὲ πάντα κφορήσας κκείνην θερά-
πευσεν, πτει τν συνταχθέντα μισθν. Μ βουλομένης
δ᾿ ατς πιδοναι γαγεν ατν π τος ρχοντας. δ᾿
λεγε τν μὲν μισθν πισχνεσθαι, ν θεραπεύσ ατς
τὰς ράσεις· νν δὲ χερον διατεθναι· «τότε μὲν γὰρ βλε-
πον» φη «πάντα τὰ π τς οκίας μου σκεύη, νν δὲ οδὲν
δεν δύναμαι.»

Αισώπειοι Μύθοι, 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου