Τζιτζίκι και μυρμήγκια
Μέσ᾿ στον χειμώνα στέγνωναν μυρμήγκια
το σιτάρι
κι ένα τζιτζίκι ζήτησε λίγα σπυριά
να πάρει.
«Γιατί τροφή δεν μάζευες και συ το
καλοκαίρι;»
«Νυχθημερόν τραγούδαγα στα σκιερά
τα μέρη».
«Αφού λοιπόν ολόκληρο το θέρος τραγουδούσες
χειμώνα τώρα χόρευε, μια κι αγαπάς
τις Μούσες».
Τέττιξ καὶ Μύρμηκες
Χειμῶνος ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες
ἔψυχον, τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφὴν. Οἱ δὲ μύρ-
μηκες εἶπον αὐτῷ: «Διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες
τροφήν;» Ὁ
δέ εἶπεν: «Οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ᾽ ᾖδον μουσικῶς.» Οἱ δὲ γε-
λάσαντες εἶπον: «Ἀλλ᾽ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος
ὀρχοῦ.»
Αισώπειοι Μύθοι, 2016