΄Ενας πατήρ διέθετε δύο μονάχα
κόρες
κι αμφότερες τις πάντρεψε με τις
καλές τις ώρες.
Τη μία την επάντρεψε μ᾿ έναν
περιβολάρη
και κεραμέα η δεύτερη κατάφερε να
πάρει.
Μετά παρέλευση καιρού αρπάζει το
ταγάρι
και πρώτην επισκέφθηκε την του
περιβολάρη.
«Πώς τα περνάτε, κόρη μου, πώς
πάει το περιβόλι;»
«Δόξα να έχει ο θεός και οι αγίοι
όλοι»,
απάντησεν η κόρη του και
εσταυροκοπήθη
και για να βρέξει σύντομα
πρωτίστως εδεήθη,
να ποτισθούν τα λάχανα, να
ποτισθούν οι κήποι,
να κρατηθούν πάντα μακρά ο πόνος
και η λύπη.
Αργότερα επισκέφθηκε και την του
κεραμέως
και ρώτησε πώς τα περνά, ως
είθισται, βεβαίως.
Κι εκείνη του απάντησε: «Πολύ
καλά, πατέρα.
Να συνεχίσει εύχομαι νά ᾿χει αιθρία
μέρα
για να ψηθούνε άριστα τούβλα και
κεραμίδια
και θά ᾿μαστε εμείς
εντός, εκτός κι επί τα ίδια».
Και ο πατήρ εσκέφθηκε ξύνοντας τας
μασχάλας
και ούτω πως απάντησε, τι νά ᾿λεγε ο
τάλας:
«Εσύ ευδίαν προτιμάς, η αδελφή
χειμώνα.
Για ποίαν να προσευχηθώ; Να παίξω
ζυγά μόνα;»
Πατήρ καὶ Θυγατέρες
Ἔχων τις δύο θυγατέρας τὴν μὲν κηπωρῷ ἐξέδω-
κε πρὸς γάμον, τὴν δὲ ἑτέραν
κεραμεῖ. Χρόνου δὲ
προ-
ελθόντος ἧκε πρὸς τὴν τοῦ κηπωροῦ καὶ ταύτην ἠρώτα,
πῶς ἔχοι καὶ ἐν τίνι αὐτοῖς εἴη τὰ
πράγματα. Τῆς δὲ εἰπού-
σης πάντα μὲν αὐτοῖς παρεῖναι, ἕν δὲ τοῦτο εὔχεσθαι τοῖς
θεοῖς, ὅπως χειμὼν γένοιται
καὶ ὄμβρος, ἵνα τὰ
λάχανα
ἀρδευθῇ. Μετ᾽ οὐ πολὺ παρεγένετο
καὶ πρὸς τὴν τοῦ κε-
ραμέως καὶ ὡσαύτως ἐπυνθάνετο,
πῶς ἔχοι. Τῆς δὲ τὰ μὲν
ἄλλα μὴ ἐνδεῖσθαι εἰπούσης, τοῦτο δὲ μόνον
εὔχεσθαι,
ὅπως αἰθρία τε
λαμπρὰ ἐπιμείνῃ καὶ λαμπρὸς ἥλιος, ἵνα
ξηρανθῇ ὁ κέραμος, εἶπε πρὸς αὐτήν: «Ἐὰν σὺ μὲν εὐδίαν
ἐπιζητῇς, ἡ δὲ ἀδελφή σου
χειμῶνα, ποτέρᾳ ὑμῶν συνεύ-
ξωμαι;»
Αισώπειοι
μύθοι, 2016