Εις το κεφάλι
ενός φιδιού εκάθησε μια σφήκα
ταλαιπωρώντας το
φτωχό με πείσμα και με πίκα.
«Ρε σφήκα
αθεόφοβη το νου μου θα ταράξεις»
είπε το φίδι κι
έμπηκε εις τον τροχόν αμάξης.
«Άμα θυμώσω,
σφήκα μου, εγώ γυρίζω φύλλον.
“Αποθανέτω η ψυχή
μετά των αλλοφύλων”».
Σφήξ ποτε ἐπὶ
κεφαλὴν ὄφεως καθίσας καὶ συνεχῶς
τοῖς κέντροις πλήσσων ἐχείμαζεν. Ὁ δὲ
περιώδυνος
γενόμενος καὶ τὸν ἐχθρὸν οὐκ ἔχων ἀμύνασθαι καὶ
ἀποσοβῆσαι, ὡς ἐθεάσατο
ἅμαξαν μεστὴν ξύλων,
ἀμηχανῶν τὴν κεφαλὴν τῷ τροχῷ ὑπέθηκε φάσκων:
«Συντελευτῶ
κἀγὼ τῷ ἐχθρῷ μου.» Καὶ οὕτω τῷ σφηκὶ
συναπέθανεν.