Ταξίδευε καράβι
σε πέλαγο ανοικτό
και μια φουρτούνα ανάβει,
Θεέ μου τι κακό.
Ληστές καλούσαν ο Θεός
να ᾿ρθει να βοηθήσει.
«Σωπάστε» είπεν ο σοφός
«μήπως σας εντοπίσει».
«Πόσο παχύ ᾿ναι το σκαρί
μου λες καραβοκύρη;»
κι εκείνος καίτοι απορεί
και θέλει να τον δείρει
«Τέσσερα δάκτυλα» λαλεί
και σας το καταγράφω.
«Τόσο απέχει η ζωή,
λοιπόν, από τον τάφο»
του απαντάει ο σοφός
και τρέχει ιδρώτας κρύος
που δεν θα ξαναδεί το φως
τρέμων υποδορίως.
«Εμείς», του λεν οι άλλοι
«απλοί, κοινοί θνητοί
δεν έχουμε το χάλι
που ᾿χεις, σοφέ, εσύ».
Και ο σοφός «να πούμε,
φίλοι αγαπητοί,
πως δεν αγωνιούμε
για την ίδια ψυχή».
-----------------------------------------------
Βασισμένο σε
αναφορές από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.